Κοινή ανακοίνωση εξέδωσαν η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, η Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης και η «Καλλιστώ», σχετικά με το περιβαλλοντικό νομοσχέδιο.
Αναλυτικά, στην ανακοίνωση αναφέρεται:
Δεν αποτέλεσε έκπληξη η σημερινή κατάθεση στη Βουλή του νομοσχεδίου για τον «εκσυγχρονισμό της περιβαλλοντικής νομοθεσίας», από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας: αποτέλεσε δυσάρεστη επιβεβαίωση των πολλαπλά εκφρασμένων ενστάσεών μας.
Οι Περιβαλλοντικές Οργανώσεις είχαν ήδη επισημάνει, με κοινή επιστολή τους, από τις 30 Μαρτίου την αντίθεσή τους στο ενδεχόμενο να ψηφιστεί ένας νόμος που αλλάζει άρδην την περιβαλλοντική νομοθεσία τις χώρας σε συνθήκες υπολειτουργίας του Κοινοβουλίου. Κάτι που πρακτικά σημαίνει περιορισμό στις ακροάσεις φορέων, μειωμένη βουλευτική παρουσία στις συνεδριάσεις της ολομέλειας και των επιτροπών και άρα μειωμένη, έως ελάχιστη, δυνατότητα ουσιαστικής διαβούλευσης επί των ενδεχομένων βελτιώσεων.
Η απάντηση του Υπουργού κ. Κωστή Χατζηδάκη ήταν μια, εντέλει προσχηματική, τηλεδιάσκεψη, κατά την οποία διαβεβαίωσε τις Περιβαλλοντικές Οργανώσεις ότι έχει προβεί σε εκτεταμένες αλλαγές στο νομοσχέδιο – χωρίς όμως να δοθεί κανένα κείμενο ώστε αυτές να αξιολογηθούν επί της ουσίας. Για την τηλεδιάσκεψη, η Ελληνική ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ Εταιρεία, η Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης και η Περιβαλλοντική Οργάνωση «Καλλιστώ» τοποθετήθηκαν με σαφείς επισημάνσεις, τονίζοντας για ακόμη μία φορά τις ενστάσεις τους απέναντι στο ενδεχόμενο της κατάθεσης του σχεδίου Νόμου στη Βουλή εν μέσω πανδημίας.
Ο κ. Χατζηδάκης καταρχάς προσπάθησε να απαξιώσει την κριτική που ασκείται με δηλώσεις του τύπου «Όπως αναμενόταν, ορισμένες πλευρές έχουν κάνει προσπάθειες να διαστρεβλώσουν το περιεχόμενο του νομοσχεδίου», μιλώντας για «γνωστές τερατολογίες περί καταστροφής του περιβάλλοντος». Στη συνέχεια, επέλεξε να καταθέσει σήμερα το νομοσχέδιο στη Βουλή, εν αναμονή Σαββατοκύριακου –και άρα σχετικά μειωμένης ειδησεογραφικής κάλυψης και ενημέρωσης του κοινού– χωρίς καν να περιμένει επικείμενες ανακοινώσεις για κανονικότερη κοινοβουλευτική λειτουργία.
Όλα αυτά συγκλίνουν, δυστυχώς, σε ένα και μόνο συμπέρασμα: ότι η κατάθεση ενός νομοσχεδίου που προωθεί ριζικές και μη αναστρέψιμες αλλαγές στην κατάσταση και την εποπτεία του περιβάλλοντος στη χώρα μας, και για το οποίο έχουν εκφραστεί σοβαρές αντιρρήσεις από πάρα πολλές πλευρές, πραγματοποιείται με βιασύνη που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τις σημερινές συνθήκες. Τόσο η περιορισμένη διαβούλευση με τους κοινωνικούς φορείς και τους άμεσα εμπλεκόμενους όσο και η μεθόδευση της κατάθεσης του νομοσχεδίου στις τρέχουσες κοινοβουλευτικές συνθήκες, μόνο τη διαφάνεια και τον ουσιαστικό διάλογο δεν προασπίζουν.
Βεβαίως και ο Υπουργός έχει το δικαίωμα να επιλέξει τη στιγμή που θα προωθήσει ένα σχέδιο Νόμου προς ψήφιση, έστω και σε συνθήκες υπολειτουργίας των δημοκρατικών και κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Ταυτόχρονα όμως, τόσο ο τρόπος όσο και ο χρόνος που επιλέχθηκαν αποτελούν σαφώς ένδειξη αδιαφανών προθέσεων. Και εντέλει δείγμα πολιτικού ήθους, αλλά και αντίληψης έναντι των περιβαλλοντικών αναγκαιοτήτων.
Ως προς την ουσία του νομοσχεδίου και των προβλέψεών του, επιφυλασσόμαστε να επανέλθουμε με περαιτέρω σχολιασμό, μόλις γνωστοποιηθεί το τελικό κείμενό του.